Σάββατο 2 Σεπτεμβρίου 2023

ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΡΗΜΑΤΑ ΤΗΣ Α.Ε.

 

ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΡΗΜΑΤΑ ΤΗΣ Α.Ε.

Α. ΑΥΞΗΣΗ

·       Όσα ρήματα αρχίζουν από ρ, όταν παίρνουν αύξηση, το διπλασιάζουν: ῥ→ἔρριπτον, ρριψα, ρριφα

·       Τα παρασύνθετα ρήματα με πρώτο συνθετικό άλλη λέξη, εκτός από πρόθεση έχουν τη συλλαβική ή χρονική αύξηση στην αρχή, όπως αν ήταν απλά:

Πχ  δυστυχῶ→ἐδυστύχουν, δυστύχησα

      οκοδομῶ→ῲκοδόμουν, κοδόμησα

      μυθολογῶ→ἐμυθολόγουν, μυθολόγησα

αλλά  δυσαρεστῶ→ δυσηρέστουν, δυσηρέστησα

·       Όλες οι προθέσεις που λήγουν σε φωνήεςν παθαίνουν έκθλιψη, από τος προθέσεις πρό και περί

   Πχ ποβάλλω→ὑπέβαλλον

Αλλά  προβάλλωπροέβαλλον και προύβαλλον και περιβάλλωπεριέβαλλον

 

Συλλαβική αύξηση: παίρνουν τα ρήματα των οποίων το θέμα αρχίζει:

Ø  Από ένα διπλό σύμφωνο (ζ,ξ,ψ) ή από ρ

Ø  Από δύο σύμφωνα (όχι όμως το πρώτο άφωνο και το δεύτερο υγρό ή ένρινο

Ø  Από τρία σύμφωνα

Πχ. ψεύδομαι→ἔψευσμαι, ψεύσμην

       έω→ἐρρύηκα, ρρυήκειν

       φθάνω→ἔφθακα, φθάκειν

       σκευάζω→ἐσκεύακα, σκευάκειν

      στρέφω→ἔστροφα, στρόφειν

Β. ΣΥΝΗΡΗΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

·       Τα ρήματα με χαρακτήρα υγρό (λ,ρ) ή ένρινο (μ,ν) και τα υπερδισύλλαβα σε -ίζω σχηματίζουν μέλλοντα -ω, -ομαι που κλίνονται κατά τα ποι-ποιομαι

Πχ. στέλλω-στελ

      αἲρω-ὰρῶ

       νέμω-νεμῶ

        μένω-μενῶ

       ὰγγέλλομαι-ὰγγελοῦμαι

·       Τα παρακάτω ρήματα σχηματίζουν συνηρημένο μέλλοντα αλλά κλίνονται όπως το τιμάω-τιμ

βιβάζω→βιβῶ, βιβᾶς, βιβᾶ

ἐλαύνω→ἐλῶ, -ᾶς, -ᾶ

ἐξετάζω→ἐξετῶ  (και ἐξετάσω)

κεράννυμι→κερῶ (και κεράσω)

κρεμάννυμι→κρεμῶ

πελάζω→πελῶ (και πελάσω)

πετάννυμι→πετῶ (και πετάσω)

σκεδάννυμι→σκεδῶ, -ᾶς, -ᾶ

σκιάζω→σκιῶ, -ᾶς, -ᾶ

Γ. ΑΟΡΙΣΤΟΣ Β’

·       Η προστακτική του αορίστου β’ Ε.Φ. τονίζεται όπως η προστακτική του λύω.

Πχ                     φυγονφύγε

                         βαλονβάλε

                         εἷλον→ἒλε

Εξαιρούνται: ἐλθέ, εὑρέ, ἰδέ, λαβέ, εἰπέ

Δ. ΑΟΡΙΣΤΟΣ Α’

·       Το β’ ενικόπρόσωπο της απλής προστακτικής μέσου αορίστου α’ τονίζεται πάντοτε στην προπαραλήγουσα όταν αυτή είναι υπερδισύλλαβη

Πχ              ατομαι→ᾐτησάμηνατησαι

                   ατιμαι→ᾐτιασάμηνατίασαι

                   λλάττομαι→ἠλλαξάμην→ἂλλαξαι

Ε. ΑΟΡΙΣΤΟΙ Β’ ΠΟΥ ΚΛΙΝΟΝΤΑΙ ΚΑΤΑ ΤΑ ΡΗΜΑΤΑ ΣΕ -ΜΙ (Β’ ΣΥΖΥΓΙΑ)

 

βην

δραν

ρρύην

δυν

γνων

ἒφθην

ἐγήραν

 

ἒφυν

ἐάλων

ἒπτην (πέτομαι)

 

 

 

ἐβίων

ἒσβην (σβέννυμαι)

 

 

 

 

ἒτλην (τλάω)

 

 

 

 

 

Ομοιότητες και διαφορές αορίστου β’ των ρημάτων:οδα, λίσκομαι, ζ

Οριστική

γνων, -ως, -ω

άλων,-ως,-ω

βίων,-ως,-ω

Υποτακτική

γν,γνς,γν

ἁλῶ, ἁλῶς,ἁλῶ

βι,βις,βι

Ευκτική

γνοίην,-ης, -η

γνομεν,γνοτε, γνοεν

λοίην, -ης, -η,

λομεν, λοτε,λοεν

βιην, βιης,βιη

βιμεν,βιτε,βιεν

Προστακτική

γνθι, γνώτω,

γντε, γνόντων

Δεν έχει

Δεν έχει

Απαρέμφατο

γνναι

λναι

βιναι

Μετοχή

γνούς,γνοσα,γνόν

λούς, λοσα, λόν

Βιούς, βιοῦσα, βιόν

 

ΣΤ. ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

ü  Τόσο ο παθητικός αόριστος β’ όσο και ο παθητικός μέλλοντας β’ κλίνονται όπως και οι πρώτοι, αλλά αντί του προσφύματος θη- και θε- έχουν η- και ε-. Διαφέρει μόνο η προστακτική αορίστου

λύθητι              /  γράφηθι

(λύθην)          / (γράφην)

(παθ. αορ α΄)/ (παθ.αορ β΄)

              Ζ. ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ Μ. Φ.

ü  Όσα ρήματα λήγουν στον Παρακείμενο σε -μμαι κλίνονται:

κατά το ξυμμαι(αν έχουν χαρακτήρα ν)

κατά το γέγραμμαι  (αν έχουν χαρακτήρα π,β,φ,πτ)

Πχ   ασχύνομαι→ἢσχυμμαι

       βαρύνομαι→βεβάρυμμαι

  

Πχ. πτομαιμμαι

      θλίβομαιτέθλιμμαι

     λείπομαιλέλειμμαι

     σκοπομαισκεμμαι

     στρέφομαιστρεμμαι

 

ü  Όσα ρήματα λήγουν στον Παρακείμενο σε -σμαι κλίνονται:

κατά το πέφασμαι (έχουν χαρακτήρα ν)

Κατά το πέπεισμαι (έχουν χαρακτήρα τ,δ,θ,ζ)

μιαίνομαιμεμίασμαι

σημαίνομαισεσήμασμαι

βιάζομαιβεβίασμαι

πείθομαιπέπεισμαι

ψεύδομαιψευσμαι

 

ü  Στα ουρανικά με χαρακτήρα κ,γ,χ,ττ (πχ πέπραγμαι) στα χειλικά με χαρακτήρα π,β,φ,πτ (πχ γέγραμμαι) και ενρινόληκτα  μ,ν (πχ πέφασμαι, ξυμμαι) όπου υπάρχει σθ αποβάλλεται το σ. Το ίδιο και στα υγρόληκτα (λ,ρ) πχ γγελμαι.

                         πέφανθε, πεφάνθω, πέφανθε

                         πέπραχθε, πεπράχθε, πέπραχθε, πεπρχθαι

                         γέγραφθε, γεγράφθω, γεγρφθαι

                         γγελθε, γγέλθω

ü  Οι συμφωνόληκτοι Παρακείμενοι σχηματίζουν το γ’ πληθυντικό Παρακειμένου και Υπερσυντελίκου περιφραστικά:

                         σταλμαι→ἑσταλμένοι εσί/σταλμένοι ἦσαν

                         ἦρμαι→ἠρμένοι εἰσί/ ἠρμένοι ἦσαν

                         πέφασμαι→πεφασμένοι εἰσί/ πεφασμένοι ἦσαν

αλλά στα φωνηεντόληκτα:

                            ἢσθημαι→ἢσθηνται

                            πεπαίδευμαι→πεπαίδευνται

ü  Όσα ενρινόληκτα και υγρόληκτα ρήματα έχουν μονοσύλλαβο ρηματικό θέμα με φωνήεν  ε, τρέπουν το ε σε α (βραχ) στον παρακείμενο και υπερσυντέλικο:

Πχ. σπείρω (ρημ. θέμα σπερ-) →ἒσπαρκα, σπάρκειν, σπαρμαι, σπάρμην

         στέλλω(ρημ.θέμα στελ-)→ἒσταλκα,στάλκειν,σταλμαι, ἐστάλμην

         φθείρω (ρήμα θ. φθερ-)→ἒφθαρκα, ἐφθάρκειν, ἒφθαρμαι, ἐφθάρμην

ü  Ο χαρακτήρας ν των ρημάτων στον Παρακείμενο Μ.Φ.:

α) αφομοιώνεται (ν+μ=μμ)→ὤξυμμαι, ξύμμην

β) τρέπεται σε σ (ν+μ=σμ)πέφασμαι, πεφάσμην

γ) αποβάλλεται στα ρήματα κλίνω, κρίνω, πλύνω, τείνω. Στα ρήματα αυτά το ν αποβάλλεται και στον Παρακείμενο Ε.Φ., στον παθητικό Μέλλοντα α’, και παθητικό αόριστο α’.

κλίνω, κέκλικα, κεκλίκειν, κέκλιμαι, κεκλίμην, κλιθήσομαι, κλίθην

κρίνω, κέκρικα, κεκρίκειν, κέκριμαι, κεκρίμην, κριθήσομαι, κρίθην

πλύνω, πέπλυκα, πεπλύκειν, πέπλυμαι, πεπλύμην, πλυθήσομαι, πλύθην

τείνω, τέτακα, τετάκειν, τέταμαι, τετάμην, ταθήσομαι, τάθην

                 Η. ΣΥΝΗΡΗΜΕΝΑ ΡΗΜΑΤΑ

ü  Οι άλλοι χρόνοι των συνηρημένων ρημάτων σχηματίζονται με την προσθήκη των σχετικών καταλήξεων. Κανονικά ο βραχύχρονος χαρακτήρας (α,ε,ο) γίνεται μακρόχρονος ως εξής:

α) αη    τιμήσω,  τετίμηκα, τιμηθήσομαι

β) εη    ποιήσω,  πεποίηκα, ποιήθην

γ) οω    δηλώσω,  δεδήλωκα,  δηλώθην

ü  Διάφορες ανωμαλίες

α) -αω: εκτείνουν το α (βραχ) σε α (μακροχρ), όταν προηγείται ρ,ι,ε

ατιμαιατιάσομαι, τιασάμην, τιάθην, τίαμαι

άω-ῶ→ἐάσω, εασα, εακα, εάκειν

ἰῶμαι→ἰάσομαι, ασάμην, άθην

και

έχουν το α και σ:

πχ γελάω-ῶ→γελάσω, γελάσομαι, γελάσθην, γεγέλασμαι

     σπάω-ῶ→σπάσω, σπάσομαι,σπασμαι, σπάσμην

      χαλάω-ῶ→χαλάσω, χάλασα, χαλάσθην, κεχάλασμαι

     δράω-ῶ→δράσω, δρασα, δράσθην

β) -εω: διατηρούν το -ε χωρίς σ

πχ.  ανῶ→ανέσω, νεσα, νέθην

αρῶ→αρεθήσομαι, ᾑρέθην (αλλά αἱρήσω,αἱρήσομαι, ᾓρηκα,           ᾓρημαι)

 δῶ→δέδεκα, ἐδεδέκειν,δεθήσομαι, ἐδέθην, δέδεμαι, ἐδεδέμην

  καλῶ→ἐκάλεσα, ἐκαλεσάμην, (κληθήσομαι,ἐκλήθην, κέκλημαι)

  αἰδοῡμαι→αἰδέσομαι, ῄδεσάμην, ῄδέσθην, ᾔδεσμαι

  ἀρκέω-ῶ→ἀρκέσω, ἢρκεσα, ἀρκεσθήσομαι, ἠρκέσθην

  πλέω→πλέυσομαι, ἒπλευσα

  πνέω→πνεύσομαι, ἒπνευσα

γ) -οω: παίρνουν    σ

  πχ   χόω-ῶ→χώσω, ἒχωσα, κέχωκα, ἐχώσθην

         Θ. ΡΗΜΑΤΑ Β’ ΣΥΖΥΓΙΑΣ (-ΜΙ)

·       Αξιοπρόσεκτα φαινόμενα στα φωνηεντόληκτα σε -μι

                              ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ

 στην

τίθην

ην

στης

ἐτίθεις

ἳεις

ἳστη

ἐτίθει

ἳει

 

γ’ ενικό ΠΡΤ

Β΄ενικό προστ Ενεστώτα

στη

στη

ἐτίθει

τίθει

ἳει

ἳει

ἐδίδου

δίδου

·       Η υποτακτική και ευκτική αορ β’ κλίνεται όμοια ακριβώς με την υποτακτική και ευκτική Ενεστώτα, χωρίς τον ενεστωτικό αναδιπλασιασμό (και στην ενεργητική και στη μέση φωνή)

ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ

Ενεστ

Αορ β’

Ενεστ

Αορ β’

Ενεστ

Αορ β’

Ενεστ

Αορ β’

στ

στ

τιθ

θ

διδ

δ

ἱστῇς

στς

τιθς

θς

ἱῇς

ᾗς

διδς

δς

 

ΕΥΚΤΙΚΗ

Ενεστ

Αορ β’

Ενεστ

Αορ β’

Ενεστ

Αορ β’

Ενεστ

Αορ β’

σταίην

ἱσταίης

ἱσταίη

σταίην

σταίης

σταίη

τιθείην

τιθείης

τιθείη

θείην

θείης

θείη

είην

είης

είη

 

εην

εης

εης

διδοίην

διδοίης

διδοίη

δοίην

δοίης

δοίη

Το ίδιο ισχύει και στη Μέση Φωνή

·       Το στημι έχει ενεργητικό αόριστο α’ :στησα. Το στην  είναι αόριστος β’ του σταμαι

·       Όσα ρήματα  κλίνονται στην ενεργητική φωνή κατά το στημι, στη Μέση Φωνή κλίνονται κατά το σταμαι. Πχ   πίμπραμαι, πίμπλαμαι, νίναμαι, γαμαι,δύναμαι, πίσταμαι, κρέμαμαι (ΠΡΚ του κρεμάννυμαι) , πριάμην (αορ του νομαι).

·       Προσοχή στα ρήματα πίσταμαι (που θεωρείται απλό) και φίσταμαι (πί+ σταμαι)

 

πίσταμαι

φίσταμαι

Υποτακτική

ευκτική

προστακτική

υποτακτική

ευκτική

προστακτική

πίστωμαι

πισταίμην

---------------

φιστμαι

φισταίμην

-------------

πίστ

πίσταιο

πίστασο

φιστ

φισταο

φίστασο

πίστηται

πίσταιτο

πιστάσθω

φιστται

φιστατο

φιστάσθω

πιστώμεθα

πισταίμεθα

-------------

φιστώμεθα

φισταίμεθα

-------------

πίστησθε

πίσταισθε

πίστασθε

φιστσθε

φιστασθε

φίστασθε

πίστωνται

πίσταιντο

πιστάσθων

φιστνται

φισταντο

φιστάσθων

·       Το μί (=λέω) είναι εύχρηστο μόνο στο α’ και γ’ ενικό παρατατικού: ν δ’ γώ (=είπα εγώ), ἦ δ’ ὃς (=είπε αυτός)

·       Το κεῖμαι χρησιμεύει ως παθητικός παρακείμενος του τίθεμαι

·       Το κάθημαι είναι ενεστώτας με σημασία παρακειμένου του καθέζομαι

·       Προσοχή στην υποτακτική, ευκτική και απαρέμφατο των ρημάτων εἰμί και ἧκα (ἳημι).Οι τύποι τους είναι απολύτως όμοιοι, με τη διαφορά ότι το εἰμί παίρνει  παντού ψιλή ενώ το ἧκα  δασεία:

εἰμί

(υποτ),ς,….

(ευκτ) εην,εης,εη….

(απαρεμφ) εναι

ἧκα  

(υποτ)ὧ,ς,….

(ευκτ) εην, εης, εη…

(απαρεμφ) εναι

·       Προσοχή στην προστακτική του ενεστώτα των ρημάτων

εμίσθι, στω, στε, στων (ὂντων, ἔστωσαν)

οἷδα→ ἲσθι,στω, στε, στων (στωσαν)

εἶμι→ἲθι, ἲτω, ἲτε, ἰόντων (ἲτωσαν)

ἳημι→ἳει, ἱέτω, ἳετε, ἱόντων (ἱέτωσαν)

 

 

Θ. Τονισμός των σύνθετων με πρόθεση  ρημάτων

·       Τα ρήματα, όταν είναι σύνθετα με πρόθεση, τονίζονται κανονικά, όπως κι όταν είναι απλά, σε όλες τις εγκλίσεις εκτός από την προστακτική:

δῶ→προδ

θμεν→ἀναθμεν

λύσαιμικαταλύσαιμι

λύσαικαταλύσαι

βς→ἀναβς

              Εξαιρέσεις:

·       Οριστική: Ανεβάζουν τον τόνο στην οριστική ενεστώτα, όταν είναι σύνθετα με πρόθεση τα ρήματα

εμίπειμι (=είμαι απών), πει, πεστι, πεσμεν, κτλ

εἶμι→ ἄπειμι (=απέρχομαι),  πει, πεισι, πιμεν κτλ

φημίσύμφημι, σύμφης (ή σύμφς), σύμφησι, σύμφαμεν κτλ

οδακάτοιδα, κάτοισθα, κάτοιδε, κάτισμεν, κτλ

κεμαιδιάκειμαι, διάκεισαι, διάκειται κτλ

 

Αλλά: στην υποτακτική: π, συμφῶ,

            στην ευκτική: πείην, συμφαίην

·       Υποτακτική-Ευκτική

α) Στην υποτακτική και ευκτική ανεβάζουν τον τόνο στην τελευταία συλλαβή της πρόθεσης (όταν το επιτρέπει η λήγουσα οι αόριστοι β: σχον (χω), ἐσχόμην (ἔχομαι), ἑσπόμην (ἓπομαι)

 

σχον

Υποτ:κατάσχω, κατάσχς, κατάσχ,κατάσχωμεν,κατάσχητε, κατάσχωσιν

Ευκτ: κατάσχοιμι, κατάσχοις, κατάσχοι, κατάσχοιμεν, κατάσχοιτε, κατάσχοιεν

 

σχόμην

Υποτ: νάσχωμαι, νάσχ, νάσχηται, νασχώμεθα, νάσχησθε, νάσχωνται

Ευκτ:νασχοίμην, νάσχοιο, νάσχοιτο, νασχοίμεθα,νάσχοισθε, νάσχοιντο

 

      

σπόμην

Υποτ: πίσπωμαι, πίσπ, πίσπηται, πισπώμεθα, πίσπησθε, πίσπωνται

Ευκτ:πισποίμην, πίσποιο, πίσποιτο, πισποίμεθα,πίσποισθε, πίσποιντο

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: 1) Στην υποτακτική εξαιρείται και ανεβάζει τον τόνο στην πρόθεση και ο αορ β’ του πεμβαίνω→ἐπενέβην             Υποτακτική: πέμβω, πέμβς, πέμβ κτλ

2) Το ρήμασχον  στην ευκτική όταν είναι απλό σχηματίζει τους τύπους ως εξής: σχοίην, σχοίης, σχοίη κτλ

 

  β)Τα αποθετικά ρήματα γαμαι, δύναμαι, πίσταμαι, κρέμαμαι και πριάμην  έχουν τις καταλήξεις του σταμαι-στάμην αλλά στην υποτακτική-ευκτική ανεβάζουν τον τόνο.Το ίδιο συμβαίνει και με το νίναμαι και νήμην (μέσος αορ)

ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ

στμαι

στ

στῆται

ἱστώμεθα

στσθε

στνται

δύνωμαι                 πίστωμαι                     πρίωμαι

δύν                        ἐπίστῃ                             πρίῃ

δύνηται                  πίστηται                       πρίηται

δυνώμεθα              πιστώμεθα                 πριώμεθα

δύνησθε                 πίστησθε                    πρίησθε

δύνωνται                πίστωνται                  πρίωνται

 

                                                

ΕΥΚΤΙΚΗ

σταίμην

σταο

στατο

ἱσταίμεθα

στασθε

σταντο

δυναίμην                 πισταίμην                     πριαίμην

δύναιο                      ἐπίσταιο                         πρίαιο

δύναιτο                    πίσταιτο                         πρίαιτο

δυναίμεθα              πισταίμεθα                   πριαίμεθα

δύναισθε                 πίσταισθε                     πρίαισθε

δύναιντο                  πίσταιντο                       πρίαιντο

 

γ) Μονολεκτική υποτακτική και ευκτική (εκτός από περιφραστική) παρακειμένου παρουσιάζουν το κέκτημαι και το μέμνημαι

Υποτ: κεκτμαι,κεκτ, κεκτται κτλ

Ευκτ:κεκτμην, κεκτο, κεκττο, κτλ

Υποτ: μεμνμαι, μεμν, μεμνται, κτλ

Ευκτ: μεμνμην, μεμνῇο, μεμνῇτο, κτλ

Σημείωση:  Μονολεκτική ευκτική ΠΡΚ έχει και το κέκλημαι(καλομαι): κεκλμην, κεκλο, κεκλτο, κεκλμεθα, κεκλσθε, κεκλντο

Ι. Ο τονισμός της σύνθετης προστακτικής

1) Οι σύνθετες με πρόθεση προστακτικές ανεβάζουν τον τόνο στην τελευταία συλλαβή της πρόθεσης, όταν το επιτρέπει η λήγουσα, όταν δηλαδή είναι βραχύχρονη ( -ε, -σον, -σαι, -θι):

Πχ  λεκατάλυε

στσονκατάστησον

γνθισύγγνωθι

δέκάτιδε

λε→ἄφελε

δοςσύνδος

σχέςπρόσσχες

φέρε→ἐπίφερε

Σημείωση:

·       Μια δισύλλαβη πρόθεση που έχει πάθει έκθλιψη θεωρείται μονοσύλλαβη

                   λε→ἄφελε  ,  δέκάτιδε

·       Ο τόνος δεν ανεβαίνει πέρα από αύξηση ή αναδιπλασιασμό:

                   φγμαι→ἀφξο,         πγμαι→ἀπξο

·       Στα συνηρημένα ο μόνος τύπος που ανεβάζει τον τόνο στο β’ ενικό της                   προστακτικής είναι τα ρήματα με μονοσύλλαβο θέμα: πλέω(πλέε) πλεῑ→κπλει, κπλείτω, κπλετε, κπλεόντων

2) όταν η λήγουσα της προστακτικής είναι μακρόχρονη (-ο, -ν, -η, -ει,-) τότε ο τόνος παραμένει στην ίδια συλλαβή

γενοῡ→παραγενο

δείκνυ→ἀποδείκνυ

στησυνίστη

τίθεικατατίθει

τίμα→ἐκτίμα

3) Όταν η προστακτική είναι μονοσύλλαβη και μέσης φωνής (δο, θο,σπο, σχο, ο), τότε ο τόνος ανεβαίνει, αν η πρόθεση είναι δισύλλαβη, και παραμένει στη λήγουσα, αν η πρόθεση είναι μονοσύλλαβη ή δισύλλαβη και έχει πάθει έκθλιψη:

δοῡ→ἀπόδου αλλά προδο

θοῡ→κατάθου αλλά συνθο

σποῡ→ἐπίσπου αλλά συσπο

σχοῡ→παράσχου αλλά προσχο

ο→ἀφο (πό+ οὗ)

 

ΟΜΟΗΧΟΙ ΤΥΠΟΙ

1.      ᾔσθην (ἄδομαι), ἣσθην ( ἣδομαι)

2.      ᾕρηκα-ᾕρημαι (αἱρῶ-αἱροῡμαι), εἲρηκα-εἲρημαι (λέγω-λέγομαι), ἢρικα (ἐρίζω)

3.      ᾐτήθην, ᾒτημαι, ᾐτήμην(αἰτοῡμαι) - ἡττήθην, ἣττημαι, ἡττήμην (ἡττῶμαι)

4.      ἦρξα, ἢρχθην (ἄρχω-ομαι)- εἷρξα,εἳρχθην (εἳργω)

5.      αἲρωμαι (αἲρομαι), ἔρωμαι (ἡρόμην-ἐρωτῶ), ἔρρωμαι (ῥώννυμαι)

6.      αἰροίμην (αἲρομαι),αἱροίμην (αἱροῡμαι), ἑροίμην (ἡρόμην-ἑρωτῶ)

7.      αἰρόμενος (αἲρομαι), ἑρλομενος ( ἐρωτῶ), ἐρρωμένος (ῥώννυμαι), ἐρώμενος (ἐράω-ῶ)

8.      ἐγεννώμην (γεννῶμαι), ἐγενόμην (γίγνομαι)

9.      ἔδεισα (  δέδοικα) , ἔδησα (δῶ), ἔδυσα (δύω)

10.   δεῑ(=πρέπει), δεῑ (=δῶ=δένω) , δή (=βεβαίως), ἔδυ (δύω), ἔδει (δεῑ)

11.   δείξομαι, ἐδείχθην, δέδειγμαι ( δείκνυμαι), δήξομαι, ἐδήχθην, δέδηγμαι (δάκνω)

12.   εἲην (εἰμί), ᾒειν (εἶμι), εἳην (ἳημι-ἧκα)

13.    ὦ,ᾖς, ᾖ- εἶναι (εἰμί)---------ὧ, ἧς, ἧ, εἷναι (ἧκα- ἳημι)

14.   ἦσαν (εἰμί)- ᾖσαν (εἶμι)-  ᾖσαν (οἶδα)

15.   εἳς ( ἳημι) - εἷς (ἑνός)

16.   εἰώμην,εἰάθην,εἲαμαι (ἑῶμαι)-ἰάθην, ἲαμαι (ἰῶμαι)

17.   ζῇς, ζῇ, ἔζη (ζήω-ῶ)-----ζεῑς,ζεῑ,ἔζει (ζέω-ῶ=βράζω)

18.   ἣκω, ἧκον, ἥξω-εἲκω, εἶκον, εἴξω

19.   θύσω,τέθυκα,θύσομαι,ἐτύθην, τέθυμαι (θύω)-θήσω, τέθεικα, θήσομαι, ἐτίθην ,τέθειμαι( τίθημι)

20.   ἣσω, ἣσομαι (ἳημι)-εἴσομαι (οἶδα)- οἴσω, οἴσομαι (φέρω)

21.   κέκληκα, κέκλημαι (καλῶ)-- κέκλικα, κέκλιμαι (κλίνω) –κέκλεικα, κεκλει(ῃ)μαι ( κλείω)

22.   λήψομαι,ληφθήσομαι,ἐλήφθην (λαμβάνω)- λείψομαι,λειφθήσομαι,ἐλείφθην (λείπομαι)

23.   λήσω(λανθάνω)---λύσω (λύω)

24.   μέλει, μελήσει, ἐμέλησε-μέλλει,μελλήσει,ἐμέλλησε

25.   πείσομαι (πάσχω)—πείσομαι (πείθομαι)

26.   ἐπειθόμην, ἐπιθόμην, πέπεισμαι (πείθομαι)---ἐπυθόμην, πέπυσμαι (πυνθάνομαι)

27.   ἢγειρον (πρτ), ἢγειρα (αορ) του ἐγείρω

ἢγειρον (πρτ), ἢγειρα (αορ) του ἀγείρω

 

Σημείωση για το φέρομαι: Ο αορ α’ ἠνεγκάμην  έχει την προστακτική του αορ β’ ἠνεγκόμην:

---------, ἐνεγκοῦ, ἐνεγκέσθω,-------ἐνέγκεσθε, ἐνεγκέσθων

 

ΟΜΟΗΧΑ ΤΟΥ εἰ

ε: σύνδεσμος

ε: β’ ενικό του εἶμι (=θα βαδίσεις ή βαδίζεις)

ε: β’ ενικό του εἰμί (=είσαι)

 

ΟΜΟΗΧΑ ΤΟΥ   η

ἤ: διαζευκτικό ή συγκριτικό

ἦ:βεβαιωτικό ή ερωτηματικό επίρρημα (=αλήθεια, πράγματι)

: γ’ ενικό του ἡμί(=είπε), πχ        ἦ δ’ ὅς

ἦ και ἦν:  α’ ενικό οριστικής παρατατικού του εἰμί (=ήμουν)

ᾖ: γ’ ενικό υποτ. του εἰμί

ἡ: θηλυκό άρθρο

ἣ: θηλυκό αναφορικής αντωνυμίας: ὅς, ἣ, ὅ

ᾗ: δοτικοφανές επίρρημα τοπικό,τροπικό, παραβολικό, επιτατικό ( πχ      ᾗ ἄν  δύνωμαι τάχιστα= όσο μπορώ γρηγορότερα)

 

ΟΜΟΗΧΑ ΤΟΥ οι

        οἱ: άρθρο αρσενικού γένους

               οἳ: ονομαστικοί πληθυντικού αναφορικής αντωνυμίας ὅς, ἣ, ὅ

               οἷ (οἱ): δοτική της προσωπικής αντωνυμίας γ’ ενικό

                οἷ: αναφορικό τοπικό  επίρρημα

                            

ΟΜΟΗΧΑ ΤΟΥ ον-ων

ὃν: αναφορική αντωνυμία, αιτιατική αρσενικού, ενικός αριθμός

ὄν: μετοχή του εἰμί, ουδετέρου γένους

ὧν: αναφορική αντωνυμία, γενική πληθυντικού, αρσενικού ή ουδετέρου γένους

ὤν: μετοχή του εἰμί αρσενικού γένους

 

ΟΜΟΗΧΑ ΤΟΥ ην

ἤν: υποθετικός σύνδεσμος

ἦν: παρατατικός του εἰμί, α’ ή γ’ ενικό

ἦν: παρατατικός του ἡμί   πχ        ἦν δ’ ἐγώ (=είπα)

ἣν: αναφορική αντωνυμία, αιτιατική ενικού θηλυκού γένους ὅς, ἣ, ὅ

     

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου