ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΡΗΜΑΤΑ ΤΗΣ Α.Ε.
Α. ΑΥΞΗΣΗ
·
Όσα ρήματα αρχίζουν από ρ, όταν παίρνουν
αύξηση, το διπλασιάζουν: ῥ→ἔρριπτον, ἔρριψα, ἔρριφα
·
Τα παρασύνθετα ρήματα με πρώτο συνθετικό
άλλη λέξη, εκτός από πρόθεση έχουν τη συλλαβική ή χρονική αύξηση στην αρχή,
όπως αν ήταν απλά:
Πχ
δυστυχῶ→ἐδυστύχουν, ἐδυστύχησα
οἰκοδομῶ→ῲκοδόμουν, ῲκοδόμησα
μυθολογῶ→ἐμυθολόγουν, ἐμυθολόγησα
αλλά δυσαρεστῶ→ δυσηρέστουν, δυσηρέστησα
·
Όλες οι προθέσεις που λήγουν σε φωνήεςν
παθαίνουν έκθλιψη, από τος προθέσεις πρό και περί
Πχ ὑποβάλλω→ὑπέβαλλον
Αλλά
προβάλλω→προέβαλλον και προύβαλλον και περιβάλλω→περιέβαλλον
Συλλαβική αύξηση:
παίρνουν τα ρήματα των οποίων το θέμα αρχίζει:
Ø
Από ένα διπλό σύμφωνο (ζ,ξ,ψ) ή από ρ
Ø
Από δύο σύμφωνα (όχι όμως το πρώτο άφωνο
και το δεύτερο υγρό ή ένρινο
Ø
Από τρία σύμφωνα
Πχ. ψεύδομαι→ἔψευσμαι, ἐψεύσμην
ῥέω→ἐρρύηκα, ἐρρυήκειν
φθάνω→ἔφθακα, ἐφθάκειν
σκευάζω→ἐσκεύακα, ἐσκευάκειν
στρέφω→ἔστροφα, ἐστρόφειν
Β. ΣΥΝΗΡΗΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
·
Τα ρήματα με χαρακτήρα υγρό (λ,ρ) ή
ένρινο (μ,ν) και τα υπερδισύλλαβα σε -ίζω σχηματίζουν μέλλοντα -ω, -οῦμαι που
κλίνονται κατά τα ποιῶ-ποιοῦμαι
Πχ. στέλλω-στελῶ
αἲρω-ὰρῶ
νέμω-νεμῶ
μένω-μενῶ
ὰγγέλλομαι-ὰγγελοῦμαι
·
Τα παρακάτω ρήματα σχηματίζουν
συνηρημένο μέλλοντα αλλά κλίνονται όπως το τιμάω-τιμῶ
βιβάζω→βιβῶ, βιβᾶς, βιβᾶ
ἐλαύνω→ἐλῶ, -ᾶς, -ᾶ
ἐξετάζω→ἐξετῶ (και
ἐξετάσω)
κεράννυμι→κερῶ (και κεράσω)
κρεμάννυμι→κρεμῶ
πελάζω→πελῶ (και πελάσω)
πετάννυμι→πετῶ (και πετάσω)
σκεδάννυμι→σκεδῶ, -ᾶς, -ᾶ
σκιάζω→σκιῶ, -ᾶς, -ᾶ
Γ. ΑΟΡΙΣΤΟΣ Β’
·
Η προστακτική του αορίστου β’ Ε.Φ.
τονίζεται όπως η προστακτική του λύω.
Πχ ἔφυγον→φύγε
ἔβαλον→βάλε
εἷλον→ἒλε
Εξαιρούνται: ἐλθέ, εὑρέ, ἰδέ, λαβέ, εἰπέ
Δ. ΑΟΡΙΣΤΟΣ Α’
·
Το β’ ενικόπρόσωπο της απλής
προστακτικής μέσου αορίστου α’ τονίζεται πάντοτε στην προπαραλήγουσα όταν αυτή
είναι υπερδισύλλαβη
Πχ αἰτοῦμαι→ᾐτησάμην→αἲτησαι
αἰτιῶμαι→ᾐτιασάμην→αἰτίασαι
ὰλλάττομαι→ἠλλαξάμην→ἂλλαξαι
Ε. ΑΟΡΙΣΤΟΙ Β’ ΠΟΥ ΚΛΙΝΟΝΤΑΙ ΚΑΤΑ ΤΑ ΡΗΜΑΤΑ ΣΕ -ΜΙ (Β’
ΣΥΖΥΓΙΑ)
ἒβην |
ἒδραν |
ἐρρύην |
ἒδυν |
ἒγνων |
ἒφθην |
ἐγήραν |
|
ἒφυν |
ἐάλων |
ἒπτην (πέτομαι) |
|
|
|
ἐβίων |
ἒσβην
(σβέννυμαι) |
|
|
|
|
ἒτλην (τλάω) |
|
|
|
|
Ομοιότητες και διαφορές αορίστου β’ των
ρημάτων:οἷδα, ὰλίσκομαι, ζῶ
Οριστική |
ἒγνων, -ως, -ω |
ἑάλων,-ως,-ω |
ἐβίων,-ως,-ω |
Υποτακτική |
γνῶ,γνῶς,γνῶ |
ἁλῶ, ἁλῶς,ἁλῶ |
βιῶ,βιῶς,βιῶ |
Ευκτική |
γνοίην,-ης, -η γνοῑμεν,γνοῑτε, γνοῑεν |
ἁλοίην, -ης, -η, ἁλοῑμεν, ἁλοῑτε,ἁλοῑεν |
βιῴην, βιῴης,βιῴη βιῷμεν,βιῷτε,βιῷεν |
Προστακτική |
γνῶθι, γνώτω, γνῶτε, γνόντων |
Δεν έχει |
Δεν έχει |
Απαρέμφατο |
γνῶναι |
ἁλῶναι |
βιῶναι |
Μετοχή |
γνούς,γνοῦσα,γνόν |
ἁλούς, ἁλοῦσα, ἁλόν |
Βιούς, βιοῦσα, βιόν |
ΣΤ. ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
ü
Τόσο ο παθητικός αόριστος β’ όσο και ο
παθητικός μέλλοντας β’ κλίνονται όπως και οι πρώτοι, αλλά αντί του προσφύματος
θη- και θε- έχουν η- και ε-. Διαφέρει μόνο η προστακτική αορίστου
λύθητι / γράφηθι
(ἐλύθην) / (ἐγράφην)
(παθ.
αορ α΄)/ (παθ.αορ β΄)
Ζ.
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ Μ. Φ.
ü
Όσα ρήματα λήγουν στον Παρακείμενο σε
-μμαι κλίνονται:
κατά το ὤξυμμαι(αν έχουν
χαρακτήρα ν) |
κατά το γέγραμμαι (αν έχουν
χαρακτήρα π,β,φ,πτ) |
Πχ αἰσχύνομαι→ἢσχυμμαι βαρύνομαι→βεβάρυμμαι |
Πχ. ἃπτομαι→ᾗμμαι θλίβομαι→τέθλιμμαι λείπομαι→λέλειμμαι σκοποῦμαι→ἒσκεμμαι στρέφομαι→ἒστρεμμαι |
ü
Όσα ρήματα λήγουν στον Παρακείμενο σε
-σμαι κλίνονται:
κατά το πέφασμαι (έχουν χαρακτήρα ν) |
Κατά το πέπεισμαι (έχουν χαρακτήρα τ,δ,θ,ζ) |
μιαίνομαι→μεμίασμαι σημαίνομαι→σεσήμασμαι |
βιάζομαι→βεβίασμαι πείθομαι→πέπεισμαι ψεύδομαι→ἒψευσμαι |
ü
Στα ουρανικά με χαρακτήρα κ,γ,χ,ττ (πχ
πέπραγμαι) στα χειλικά με χαρακτήρα π,β,φ,πτ (πχ γέγραμμαι) και
ενρινόληκτα μ,ν (πχ πέφασμαι, ὤξυμμαι) όπου
υπάρχει σθ αποβάλλεται το σ. Το ίδιο και στα υγρόληκτα (λ,ρ) πχ ἢγγελμαι.
πέφανθε,
πεφάνθω, ἑπέφανθε
πέπραχθε,
πεπράχθε, ἑπέπραχθε, πεπρᾶχθαι
γέγραφθε,
γεγράφθω, γεγρᾶφθαι
ἢγγελθε, ἠγγέλθω
ü
Οι συμφωνόληκτοι Παρακείμενοι
σχηματίζουν το γ’ πληθυντικό Παρακειμένου και Υπερσυντελίκου περιφραστικά:
ἒσταλμαι→ἑσταλμένοι εἰσί/ἑσταλμένοι ἦσαν
ἦρμαι→ἠρμένοι εἰσί/ ἠρμένοι
ἦσαν
πέφασμαι→πεφασμένοι εἰσί/
πεφασμένοι ἦσαν
αλλά στα φωνηεντόληκτα:
ἢσθημαι→ἢσθηνται
πεπαίδευμαι→πεπαίδευνται
ü
Όσα ενρινόληκτα και υγρόληκτα ρήματα
έχουν μονοσύλλαβο ρηματικό θέμα με φωνήεν
ε, τρέπουν το ε σε α (βραχ) στον παρακείμενο και
υπερσυντέλικο:
Πχ. σπείρω (ρημ. θέμα σπερ-) →ἒσπαρκα, ἐσπάρκειν, ἒσπαρμαι, ἐσπάρμην
στέλλω(ρημ.θέμα
στελ-)→ἒσταλκα,ἐστάλκειν,ἒσταλμαι, ἐστάλμην
φθείρω (ρήμα θ. φθερ-)→ἒφθαρκα,
ἐφθάρκειν, ἒφθαρμαι, ἐφθάρμην
ü
Ο χαρακτήρας ν των ρημάτων στον
Παρακείμενο Μ.Φ.:
α) αφομοιώνεται (ν+μ=μμ)→ὤξυμμαι, ὠξύμμην
β) τρέπεται σε σ (ν+μ=σμ)→πέφασμαι, ἐπεφάσμην
γ) αποβάλλεται στα ρήματα κλίνω, κρίνω, πλύνω, τείνω. Στα ρήματα
αυτά το ν αποβάλλεται και στον Παρακείμενο Ε.Φ., στον παθητικό Μέλλοντα
α’, και παθητικό αόριστο α’.
κλίνω, κέκλικα, ἐκεκλίκειν, κέκλιμαι, ἐκεκλίμην,
κλιθήσομαι, ἐκλίθην
κρίνω, κέκρικα, ἐκεκρίκειν, κέκριμαι, ἐκεκρίμην,
κριθήσομαι, ἐκρίθην
πλύνω, πέπλυκα, ἐπεπλύκειν, πέπλυμαι, ἐπεπλύμην,
πλυθήσομαι, ἐπλύθην
τείνω, τέτακα, ἐτετάκειν, τέταμαι, ἐτετάμην,
ταθήσομαι, ἐτάθηνῶ
Η.
ΣΥΝΗΡΗΜΕΝΑ ΡΗΜΑΤΑ
ü
Οι άλλοι χρόνοι των συνηρημένων ρημάτων
σχηματίζονται με την προσθήκη των σχετικών καταλήξεων. Κανονικά ο βραχύχρονος
χαρακτήρας (α,ε,ο) γίνεται μακρόχρονος ως εξής:
α) α→η τιμήσω, τετίμηκα, τιμηθήσομαι
β) ε→η ποιήσω, πεποίηκα, ἐποιήθην
γ) ο→ω δηλώσω, δεδήλωκα,
ἐδηλώθην
ü
Διάφορες ανωμαλίες
α) -αω: εκτείνουν το α (βραχ) σε α (μακροχρ), όταν προηγείται ρ,ι,ε
αἰτιῶμαι→αἰτιάσομαι, ᾐτιασάμην, ᾐτιάθην, ᾐτίαμαι
ἐάω-ῶ→ἐάσω, εἴασα, εἴακα, εἰάκειν
ἰῶμαι→ἰάσομαι, ἰασάμην, ἰάθην
και
έχουν το α και σ:
πχ γελάω-ῶ→γελάσω, γελάσομαι, ἐγελάσθην, γεγέλασμαι
σπάω-ῶ→σπάσω, σπάσομαι,ἒσπασμαι, ἐσπάσμην
χαλάω-ῶ→χαλάσω, ἐχάλασα, ἐχαλάσθην,
κεχάλασμαι
δράω-ῶ→δράσω, ἒδρασα, ἐδράσθην
β) -εω: διατηρούν το -ε χωρίς σ
πχ. αἰνῶ→αἰνέσω, ᾔνεσα, ᾐνέθην
αἱρῶ→αἱρεθήσομαι, ᾑρέθην (αλλά αἱρήσω,αἱρήσομαι,
ᾓρηκα, ᾓρημαι)
δῶ→δέδεκα, ἐδεδέκειν,δεθήσομαι, ἐδέθην,
δέδεμαι, ἐδεδέμην
καλῶ→ἐκάλεσα, ἐκαλεσάμην, (κληθήσομαι,ἐκλήθην,
κέκλημαι)
αἰδοῡμαι→αἰδέσομαι, ῄδεσάμην, ῄδέσθην, ᾔδεσμαι
ἀρκέω-ῶ→ἀρκέσω, ἢρκεσα, ἀρκεσθήσομαι, ἠρκέσθην
πλέω→πλέυσομαι, ἒπλευσα
πνέω→πνεύσομαι, ἒπνευσα
γ) -οω:
παίρνουν σ
πχ
χόω-ῶ→χώσω, ἒχωσα, κέχωκα, ἐχώσθην
Θ. ΡΗΜΑΤΑ
Β’ ΣΥΖΥΓΙΑΣ (-ΜΙ)
·
Αξιοπρόσεκτα φαινόμενα στα φωνηεντόληκτα
σε -μι
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
ἳστην |
ἐτίθην |
ἳην |
ἳστης |
ἐτίθεις |
ἳεις |
ἳστη |
ἐτίθει |
ἳει |
γ’ ενικό ΠΡΤ |
Β΄ενικό προστ Ενεστώτα |
ἳστη |
ἳστη |
ἐτίθει |
τίθει |
ἳει |
ἳει |
ἐδίδου |
δίδου |
·
Η υποτακτική και ευκτική αορ β’ κλίνεται
όμοια ακριβώς με την υποτακτική και ευκτική Ενεστώτα, χωρίς τον ενεστωτικό
αναδιπλασιασμό (και στην ενεργητική και στη μέση φωνή)
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
Ενεστ |
Αορ β’ |
Ενεστ |
Αορ β’ |
Ενεστ |
Αορ β’ |
Ενεστ |
Αορ β’ |
ἱστῶ |
στῶ |
τιθῶ |
θῶ |
ἱῶ |
ὧ |
διδῶ |
δῶ |
ἱστῇς |
στῇς |
τιθῆς |
θῇς |
ἱῇς |
ᾗς |
διδῷς |
δῷς |
ΕΥΚΤΙΚΗ
Ενεστ |
Αορ β’ |
Ενεστ |
Αορ β’ |
Ενεστ |
Αορ β’ |
Ενεστ |
Αορ β’ |
ἱσταίην ἱσταίης ἱσταίη |
σταίην σταίης σταίη |
τιθείην τιθείης τιθείη |
θείην θείης θείη |
ἱείην ἱείης ἱείη |
εἳην εἳης εἳης |
διδοίην διδοίης διδοίη |
δοίην δοίης δοίη |
Το ίδιο ισχύει και στη Μέση Φωνή
· Το ἳστημι έχει ενεργητικό αόριστο α’ :ἒστησα. Το ἒστην είναι αόριστος β’ του ἳσταμαι
· Όσα
ρήματα κλίνονται στην ενεργητική φωνή
κατά το ἳστημι, στη Μέση Φωνή κλίνονται κατά το ἳσταμαι. Πχ πίμπραμαι, πίμπλαμαι, ὀνίναμαι,
ἂγαμαι,δύναμαι, ἐπίσταμαι,
κρέμαμαι (ΠΡΚ του κρεμάννυμαι) , ἐπριάμην (αορ του ὡνοῦμαι).
· Προσοχή
στα ρήματα ἐπίσταμαι (που θεωρείται απλό) και ἐφίσταμαι
(ἐπί+ ἳσταμαι)
|
ἐπίσταμαι |
ἐφίσταμαι |
||||
Υποτακτική |
ευκτική |
προστακτική |
υποτακτική |
ευκτική |
προστακτική |
|
ἐπίστωμαι |
ἐπισταίμην |
--------------- |
ἐφιστῶμαι |
ἐφισταίμην |
------------- |
|
ἐπίστῃ |
ἐπίσταιο |
ἐπίστασο |
ἐφιστῆ |
ἐφισταῖο |
ἐφίστασο |
|
ἐπίστηται |
ἐπίσταιτο |
ἐπιστάσθω |
ἐφιστῆται |
ἐφισταῖτο |
ἐφιστάσθω |
|
ἐπιστώμεθα |
ἐπισταίμεθα |
------------- |
ἐφιστώμεθα |
ἐφισταίμεθα |
------------- |
|
ἐπίστησθε |
ἐπίσταισθε |
ἐπίστασθε |
ἐφιστῆσθε |
ἐφισταῖσθε |
ἐφίστασθε |
|
ἐπίστωνται |
ἐπίσταιντο |
ἐπιστάσθων |
ἐφιστῶνται |
ἐφισταῖντο |
ἐφιστάσθων |
|
· Το ἠμί (=λέω)
είναι εύχρηστο μόνο στο α’ και γ’ ενικό παρατατικού: ᾖν δ’ ἐγώ (=είπα
εγώ), ἦ δ’ ὃς (=είπε αυτός)
· Το κεῖμαι χρησιμεύει
ως παθητικός παρακείμενος του τίθεμαι
· Το κάθημαι
είναι ενεστώτας με σημασία παρακειμένου του καθέζομαι
· Προσοχή
στην υποτακτική, ευκτική και απαρέμφατο των ρημάτων εἰμί και ἧκα (ἳημι).Οι τύποι τους είναι
απολύτως όμοιοι, με τη διαφορά ότι το εἰμί παίρνει παντού ψιλή ενώ το ἧκα δασεία:
εἰμί |
(υποτ)ὦ,ᾖς,ᾖ…. |
(ευκτ) εἲην,εἲης,εἲη…. |
(απαρεμφ) εἶναι |
|
ἧκα |
(υποτ)ὧ,ᾗς,ᾗ…. |
(ευκτ) εἳην, εἳης, εἳη… |
(απαρεμφ) εἷναι |
|
· Προσοχή
στην προστακτική του ενεστώτα των ρημάτων
εἰμί→ἲσθι, ἔστω, ἔστε, ἔστων (ὂντων, ἔστωσαν)
οἷδα→ ἲσθι,ἲστω, ἲστε, ἲστων (ἲστωσαν)
εἶμι→ἲθι, ἲτω, ἲτε, ἰόντων (ἲτωσαν)
ἳημι→ἳει, ἱέτω, ἳετε, ἱόντων
(ἱέτωσαν)
Θ. Τονισμός των
σύνθετων με πρόθεση ρημάτων
· Τα
ρήματα, όταν είναι σύνθετα με πρόθεση, τονίζονται κανονικά, όπως κι όταν είναι
απλά, σε όλες τις εγκλίσεις εκτός από την προστακτική:
δῶ→προδῶ
θῶμεν→ἀναθῶμεν
λύσαιμι→καταλύσαιμι
λύσαι→καταλύσαι
βῇς→ἀναβῇς
Εξαιρέσεις:
·
Οριστική: Ανεβάζουν τον
τόνο στην οριστική ενεστώτα, όταν είναι σύνθετα με πρόθεση τα ρήματα
εἰμί→ἄπειμι (=είμαι απών), ἄπει, ἄπεστι, ἄπεσμεν, κτλ
εἶμι→ ἄπειμι
(=απέρχομαι), ἄπει, ἄπεισι, ἄπιμεν κτλ
φημί→σύμφημι, σύμφης
(ή σύμφῃς), σύμφησι, σύμφαμεν κτλ
οἶδα→κάτοιδα,
κάτοισθα, κάτοιδε, κάτισμεν, κτλ
κεῑμαι→διάκειμαι,
διάκεισαι, διάκειται κτλ
Αλλά: στην
υποτακτική: ἀπῶ, συμφῶ,
στην ευκτική: ἀπείην, συμφαίην
· Υποτακτική-Ευκτική
α) Στην
υποτακτική και ευκτική ανεβάζουν τον τόνο στην τελευταία συλλαβή της πρόθεσης
(όταν το επιτρέπει η λήγουσα οι αόριστοι β: ἔσχον (ἔχω), ἐσχόμην (ἔχομαι), ἑσπόμην
(ἓπομαι)
ἔσχον |
Υποτ:κατάσχω, κατάσχῃς, κατάσχῃ,κατάσχωμεν,κατάσχητε, κατάσχωσιν |
Ευκτ: κατάσχοιμι, κατάσχοις, κατάσχοι, κατάσχοιμεν,
κατάσχοιτε, κατάσχοιεν |
ἐσχόμην |
Υποτ: ἀνάσχωμαι,
ἀνάσχῃ, ἀνάσχηται,
ἀνασχώμεθα, ἀνάσχησθε,
ἀνάσχωνται |
Ευκτ:ἀνασχοίμην,
ἀνάσχοιο, ἀνάσχοιτο, ἀνασχοίμεθα,ἀνάσχοισθε, ἀνάσχοιντο |
ἑσπόμην |
Υποτ: ἐπίσπωμαι, ἐπίσπῃ, ἐπίσπηται, ἐπισπώμεθα, ἐπίσπησθε, ἐπίσπωνται |
Ευκτ:ἐπισποίμην, ἐπίσποιο, ἐπίσποιτο, ἐπισποίμεθα,ἐπίσποισθε, ἐπίσποιντο |
ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
1) Στην υποτακτική εξαιρείται και ανεβάζει τον τόνο στην πρόθεση και ο αορ
β’ του ἐπεμβαίνω→ἐπενέβην
Υποτακτική: ἐπέμβω, ἐπέμβῃς, ἐπέμβῃ κτλ
2) Το ρήμα ἔσχον στην ευκτική όταν είναι απλό σχηματίζει τους
τύπους ως εξής: σχοίην, σχοίης, σχοίη κτλ
β)Τα αποθετικά ρήματα ἄγαμαι,
δύναμαι, ἐπίσταμαι, κρέμαμαι και ἐπριάμην έχουν τις καταλήξεις του ἳσταμαι-ἱστάμην αλλά στην
υποτακτική-ευκτική ανεβάζουν τον τόνο.Το ίδιο συμβαίνει και με το ὀνίναμαι
και ὠνήμην (μέσος αορ)
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
ἱστῶμαι ἱστῇ ἱστῆται ἱστώμεθα ἱστῆσθε ἱστῶνται |
δύνωμαι ἐπίστωμαι πρίωμαι δύνῃ ἐπίστῃ πρίῃ δύνηται ἐπίστηται πρίηται δυνώμεθα ἐπιστώμεθα πριώμεθα δύνησθε ἐπίστησθε πρίησθε δύνωνται ἐπίστωνται πρίωνται |
ΕΥΚΤΙΚΗ
ἱσταίμην ἱσταῑο ἱσταῑτο ἱσταίμεθα ἱσταῑσθε ἱσταῑντο |
δυναίμην ἐπισταίμην πριαίμην δύναιο ἐπίσταιο πρίαιο δύναιτο ἐπίσταιτο πρίαιτο δυναίμεθα ἐπισταίμεθα πριαίμεθα δύναισθε ἐπίσταισθε πρίαισθε δύναιντο ἐπίσταιντο πρίαιντο |
γ) Μονολεκτική
υποτακτική και ευκτική (εκτός από περιφραστική) παρακειμένου παρουσιάζουν το κέκτημαι
και το μέμνημαι
Υποτ: κεκτῶμαι,κεκτῇ, κεκτῆται κτλ
Ευκτ:κεκτῄμην, κεκτῇο, κεκτῇτο, κτλ
Υποτ: μεμνῶμαι, μεμνῇ, μεμνῆται, κτλ
Ευκτ: μεμνῄμην, μεμνῇο, μεμνῇτο, κτλ
Σημείωση: Μονολεκτική ευκτική ΠΡΚ έχει και
το κέκλημαι(καλοῡμαι): κεκλῄμην, κεκλῇο, κεκλῇτο, κεκλῄμεθα, κεκλῇσθε, κεκλῇντο
Ι. Ο τονισμός
της σύνθετης προστακτικής
1) Οι σύνθετες
με πρόθεση προστακτικές ανεβάζουν τον τόνο στην τελευταία συλλαβή της πρόθεσης,
όταν το επιτρέπει η λήγουσα, όταν δηλαδή είναι βραχύχρονη ( -ε, -σον, -σαι,
-θι):
Πχ λῡε→κατάλυε
στῆσον→κατάστησον
γνῶθι→σύγγνωθι
ἰδέ→κάτιδε
ἓλε→ἄφελε
δος→σύνδος
σχές→πρόσσχες
φέρε→ἐπίφερε
Σημείωση:
· Μια
δισύλλαβη πρόθεση που έχει πάθει έκθλιψη θεωρείται μονοσύλλαβη
ἓλε→ἄφελε , ἰδέ→κάτιδε
· Ο τόνος
δεν ανεβαίνει πέρα από αύξηση ή αναδιπλασιασμό:
ἀφῑγμαι→ἀφῑξο, ἀπῆγμαι→ἀπῆξο
· Στα
συνηρημένα ο μόνος τύπος που ανεβάζει τον τόνο στο β’ ενικό της προστακτικής είναι τα ρήματα
με μονοσύλλαβο θέμα: πλέω→(πλέε) πλεῑ→ἔκπλει, ἐκπλείτω, ἐκπλεῑτε, ἐκπλεόντων
2) όταν η
λήγουσα της προστακτικής είναι μακρόχρονη (-οῡ, -νῡ, -η, -ει,-ᾱ) τότε ο τόνος
παραμένει στην ίδια συλλαβή
γενοῡ→παραγενοῡ
δείκνυ→ἀποδείκνυ
ἳστη→συνίστη
τίθει→κατατίθει
τίμα→ἐκτίμα
3) Όταν η
προστακτική είναι μονοσύλλαβη και μέσης φωνής (δοῡ, θοῡ,σποῡ, σχοῡ, οὗ), τότε ο τόνος
ανεβαίνει, αν η πρόθεση είναι δισύλλαβη, και παραμένει στη λήγουσα, αν η
πρόθεση είναι μονοσύλλαβη ή δισύλλαβη και έχει πάθει έκθλιψη:
δοῡ→ἀπόδου αλλά προδοῡ
θοῡ→κατάθου αλλά
συνθοῡ
σποῡ→ἐπίσπου αλλά
συσποῡ
σχοῡ→παράσχου αλλά
προσχοῡ
οὗ→ἀφοῡ (ἀπό+ οὗ)
ΟΜΟΗΧΟΙ ΤΥΠΟΙ
1.
ᾔσθην (ἄδομαι), ἣσθην ( ἣδομαι)
2.
ᾕρηκα-ᾕρημαι (αἱρῶ-αἱροῡμαι),
εἲρηκα-εἲρημαι (λέγω-λέγομαι), ἢρικα (ἐρίζω)
3.
ᾐτήθην, ᾒτημαι, ᾐτήμην(αἰτοῡμαι)
- ἡττήθην, ἣττημαι, ἡττήμην (ἡττῶμαι)
4.
ἦρξα, ἢρχθην (ἄρχω-ομαι)-
εἷρξα,εἳρχθην (εἳργω)
5.
αἲρωμαι (αἲρομαι), ἔρωμαι
(ἡρόμην-ἐρωτῶ), ἔρρωμαι (ῥώννυμαι)
6.
αἰροίμην (αἲρομαι),αἱροίμην
(αἱροῡμαι), ἑροίμην (ἡρόμην-ἑρωτῶ)
7.
αἰρόμενος (αἲρομαι), ἑρλομενος
( ἐρωτῶ), ἐρρωμένος (ῥώννυμαι), ἐρώμενος (ἐράω-ῶ)
8.
ἐγεννώμην (γεννῶμαι), ἐγενόμην
(γίγνομαι)
9.
ἔδεισα ( δέδοικα) , ἔδησα (δῶ), ἔδυσα (δύω)
10.
δεῑ(=πρέπει), δεῑ (=δῶ=δένω)
, δή (=βεβαίως), ἔδυ (δύω), ἔδει (δεῑ)
11.
δείξομαι, ἐδείχθην,
δέδειγμαι ( δείκνυμαι), δήξομαι, ἐδήχθην, δέδηγμαι (δάκνω)
12.
εἲην (εἰμί), ᾒειν (εἶμι), εἳην (ἳημι-ἧκα)
13.
ὦ,ᾖς, ᾖ- εἶναι (εἰμί)---------ὧ, ἧς, ἧ, εἷναι
(ἧκα- ἳημι)
14.
ἦσαν (εἰμί)- ᾖσαν (εἶμι)- ᾖσαν (οἶδα)
15.
εἳς ( ἳημι) - εἷς (ἑνός)
16.
εἰώμην,εἰάθην,εἲαμαι (ἑῶμαι)-ἰάθην,
ἲαμαι (ἰῶμαι)
17.
ζῇς, ζῇ, ἔζη (ζήω-ῶ)-----ζεῑς,ζεῑ,ἔζει
(ζέω-ῶ=βράζω)
18.
ἣκω, ἧκον, ἥξω-εἲκω, εἶκον,
εἴξω
19.
θύσω,τέθυκα,θύσομαι,ἐτύθην,
τέθυμαι (θύω)-θήσω, τέθεικα, θήσομαι, ἐτίθην ,τέθειμαι( τίθημι)
20.
ἣσω, ἣσομαι (ἳημι)-εἴσομαι
(οἶδα)- οἴσω, οἴσομαι (φέρω)
21.
κέκληκα, κέκλημαι (καλῶ)--
κέκλικα, κέκλιμαι (κλίνω) –κέκλεικα, κεκλει(ῃ)μαι ( κλείω)
22.
λήψομαι,ληφθήσομαι,ἐλήφθην
(λαμβάνω)- λείψομαι,λειφθήσομαι,ἐλείφθην (λείπομαι)
23.
λήσω(λανθάνω)---λύσω
(λύω)
24.
μέλει, μελήσει, ἐμέλησε-μέλλει,μελλήσει,ἐμέλλησε
25.
πείσομαι (πάσχω)—πείσομαι
(πείθομαι)
26.
ἐπειθόμην, ἐπιθόμην,
πέπεισμαι (πείθομαι)---ἐπυθόμην, πέπυσμαι (πυνθάνομαι)
27.
ἢγειρον (πρτ), ἢγειρα
(αορ) του ἐγείρω
ἢγειρον (πρτ), ἢγειρα
(αορ) του ἀγείρω
Σημείωση για το
φέρομαι: Ο αορ α’ ἠνεγκάμην
έχει την προστακτική του αορ β’ ἠνεγκόμην:
---------, ἐνεγκοῦ,
ἐνεγκέσθω,-------ἐνέγκεσθε, ἐνεγκέσθων
ΟΜΟΗΧΑ ΤΟΥ εἰ
εἰ: σύνδεσμος
εἶ: β’ ενικό του εἶμι (=θα
βαδίσεις ή βαδίζεις)
εἶ: β’ ενικό του εἰμί (=είσαι)
ἤ: διαζευκτικό ή συγκριτικό
ἦ:βεβαιωτικό ή ερωτηματικό επίρρημα (=αλήθεια,
πράγματι)
ἦ:
γ’ ενικό του ἡμί(=είπε), πχ ἦ δ’ ὅς
ἦ και ἦν:
α’ ενικό οριστικής παρατατικού του εἰμί (=ήμουν)
ᾖ: γ’ ενικό υποτ. του εἰμί
ἡ: θηλυκό άρθρο
ἣ: θηλυκό αναφορικής αντωνυμίας: ὅς, ἣ, ὅ
ᾗ: δοτικοφανές επίρρημα τοπικό,τροπικό, παραβολικό, επιτατικό ( πχ ᾗ ἄν
δύνωμαι τάχιστα= όσο μπορώ γρηγορότερα)
οἱ: άρθρο αρσενικού γένους
οἳ: ονομαστικοί πληθυντικού αναφορικής
αντωνυμίας ὅς, ἣ, ὅ
οἷ (οἱ): δοτική της προσωπικής αντωνυμίας γ’
ενικό
οἷ: αναφορικό τοπικό επίρρημα
ὃν: αναφορική αντωνυμία, αιτιατική αρσενικού,
ενικός αριθμός
ὄν: μετοχή του εἰμί, ουδετέρου γένους
ὧν: αναφορική αντωνυμία, γενική πληθυντικού, αρσενικού ή ουδετέρου γένους
ὤν: μετοχή του εἰμί αρσενικού γένους
ΟΜΟΗΧΑ ΤΟΥ ην
ἤν: υποθετικός σύνδεσμος
ἦν: παρατατικός του εἰμί, α’ ή γ’ ενικό
ἦν: παρατατικός του ἡμί πχ
ἦν δ’ ἐγώ (=είπα)
ἣν: αναφορική αντωνυμία, αιτιατική ενικού θηλυκού
γένους ὅς, ἣ, ὅ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου