ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ-ΜΑΡΙΝΑ
ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ
ΚΟΙΝΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
1. Ποιος
«μιλάει» στο ποίημα και σε ποιον/ους
απευθύνεται;
2. Πώς
σκέφτεται; Πώς νιώθει; Τι είδους άτομο φαίνεται να είναι;
3. Ποιο
είναι το θέμα του; Σε ποιους κειμενικούς δείκτες το στηρίζετε;
4. Πώς
βοηθάει το ρηματικό πρόσωπο που επιλέχθηκε να εκφράζει την ψυχική του διάθεση
το ποιητικό υποκείμενο;
5. Η
συγκεκριμένη ποιητική φωνή πώς «ακούγεται» σε σας σήμερα;
|
ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ
«ΕΓΩ» ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ , ΕΛΥΤΗΣ
Ύστερα από σιωπή 12 χρόνων, ο Οδυσσέας Ελύτης έγραψε Το Άξιον Εστί που
κυκλοφόρησε το 1959. Εν πολλοίς, το συνθετικό αυτό ποίημα αποτέλεσε
πνευματικό γεγονός, όχι μόνο εξαιτίας της ποιότητάς του αλλά και εξαιτίας της
διαφαινόμενης πρόθεσης του Ελύτη να αναδειχθεί σε εθνικό ποιητή. Αυτό το ποίημα χάρισε
στον δημιουργό του το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1979,
κάνοντάς τον έτσι τον 2ο Έλληνα που τιμήθηκε με το ανώτερο βραβείο της
παγκόσμιας Λογοτεχνίας.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
1.
Δέκα
χρόνια μετά την έκδοση του έργου, ο ποιητής θα εμπιστευθεί στον Γ. Π. Σαββίδη
κάποιες σημειώσεις που εξηγούν το πώς δημιουργήθηκε το «Άξιον Εστί». Να γράψετε
ένα σύντομο κατατοπιστικό σημείωμα με τους λόγους δημιουργίας του.
«Όσο κι αν μπορεί να φανεί
παράξενο, την αρχική αφορμή να γράψω το ποίημα μου την έδωσε η διαμονή μου στην
Ευρώπη τα χρόνια του ’48 με ’51. Ήταν τα φοβερά χρόνια όπου όλα τα δεινά μαζί –
πόλεμος, κατοχή, κίνημα, εμφύλιος – δεν είχανε αφήσει πέτρα πάνω στη πέτρα.
Θυμάμαι την μέρα που κατέβαινα να μπω στο αεροπλάνο, ένα τσούρμο παιδιά που
παίζανε σε ένα ανοιχτό οικόπεδο. Το αυτοκίνητό μας αναγκάστηκε να σταματήσει
για μια στιγμή και βάλθηκα να τα παρατηρώ. Ήτανε κυριολεκτικά μες τα κουρέλια.
Χλωμά, βρώμικα, σκελετωμένα με γόνατα παραμορφωμένα, με ρουφηγμένα πρόσωπα.
Τριγυρίζανε μέσα στις τσουκνίδες του οικοπέδου ανάμεσα σε τρύπιες λεκάνες και
σωρούς σκουπιδιών. Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που έπαιρνα από την Ελλάδα. Και
αυτή, σκεπτόμουνα, ήταν η μοίρα του Γένους που ακολούθησε το δρόμο της Αρετής
και πάλαιψε αιώνες για να υπάρξει. Πριν περάσουν 24 ώρες περιδιάβαζα στο Ουσί
της Λωζάννης, στο μικρό δάσος πλάι στη λίμνη. Και ξαφνικά άκουσα καλπασμούς και
χαρούμενες φωνές. Ήταν τα Ελβετόπαιδα που έβγαιναν να κάνουν την καθημερινή
τους ιππασία. Αυτά που από πέντε γενεές και πλέον, δεν ήξεραν τι θα πει αγώνας,
πείνα, θυσία. Ροδοκόκκινα, γελαστά, ντυμένα σαν πριγκηπόπουλα, με συνοδούς που
φορούσαν στολές με χρυσά κουμπιά, περάσανε από μπροστά μου και μ’ άφησαν σε μια
κατάσταση που ξεπερνούσε την αγανάκτηση.
«Συντριβή
μπροστά στην αδικία»
Ήτανε δέος
μπροστά στην τρομακτική αντίθεση, συντριβή μπροστά στην τόση αδικία, μια
διάθεση να κλάψεις και να προσευχηθείς περισσότερο, παρά να διαμαρτυρηθείς και
να φωνάξεις. Ήτανε η δεύτερη φορά στη ζωή μου – η πρώτη ήτανε στην Αλβανία –
που έβγαινα από το άτομό μου, και αισθανόμουν όχι απλά και μόνο αλληλέγγυος,
αλλά ταυτισμένος κυριολεκτικά με τη φυλή μου. Και το σύμπλεγμα κατωτερότητας που
ένιωθα, μεγάλωσε φτάνοντας στο Παρίσι. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από το
τέλος του πολέμου και τα πράγματα ήταν ακόμη μουδιασμένα. Όμως τι πλούτος και
τι καλοπέραση μπροστά σε μας! Και τι μετρημένα δεινά επιτέλους μπροστά στα
ατελείωτα τα δικά μας! Δυσαρεστημένοι ακόμα οι Γάλλοι που δεν μπορούσαν να
‘χουν κάθε μέρα το μπιφτέκι και το φρέσκο τους βούτυρο, δυσανασχετούσανε.
Υπάλληλοι, σωφέρ, γκαρσόνια, με κοιτάζανε βλοσυρά και μου λέγανε: εμείς
περάσαμε πόλεμο Κύριε! Κι όταν καμιά φορά τολμούσα να ψιθυρίσω ότι ήμουν
Ελληνας κι ότι περάσαμε κι εμείς πόλεμο με κοιτάζανε παράξενα: α, κι εσείς έ;
Καταλάβαινα ότι ήμασταν αγνοημένοι από παντού και τοποθετημένοι στην άκρη-άκρη
ενός χάρτη απίθανου. Το σύμπλεγμα κατωτερότητας και η δεητική διάθεση με
κυρίευαν πάλι. Ξυπνημένες μέσα παλαιές ενστικτώδεις διαθέσεις άρχισαν να
αναδεύονται και να ξεκαθαρίζουν.
«Διαμαρτυρία
για τ’ άδικο»
Η παραμονή
μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί
αναπηδούσε πιο ανάγλυφο το άδικο που κατάτρεχε τον ποιητή. Σιγά-σιγά αυτά τα
δύο ταυτίστηκαν μέσα μου. Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά
έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ότι και η
μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους – και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους
του χρήματος και της εξουσίας. Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο
εύρημα. Και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση, μου ‘δωσε ένα δεύτερο εύρημα. Να
δώσω, δηλαδή, σ’ αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μιας
εκκλησιαστικής λειτουργίας. Κι έτσι γεννήθηκε το «Άξιον»
2. Το
άσμα η’ ακολουθεί το «Ανάγνωσμα τέταρτο» με τίτλο «Το οικόπεδο με τις
τσουκνίδες». Πώς συμπληρώνεται το πληροφοριακό υλικό του άσματος από το παρακάτω Ανάγνωσμα;
Μιαν
από τις ανήλιαγες μέρες εκείνου του χειμώνα, ένα πρωί Σαββάτου, σωρός
αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες εζώσανε το μικρό συνοικισμό του Λευτέρη, με τα
τρύπια τενεκεδένια παράθυρα και τ’ αυλάκια των οχετών στο δρόμο. Και φωνές
άγριες βγάνοντας, εκατεβήκανε άνθρωποι με χυμένη την όψη στο μολύβι και τα
μαλλιά ολόισα ίδιο άχερο. Προστάζοντας να συναχτούν οι άντρες όλοι στο οικόπεδο
με τις τσουκνίδες. Και ήταν αρματωμένοι από πάνου ώς κάτου, με τις μπούκες
χαμηλά στραμμένες κατά το μπουλούκι. Και μεγάλος φόβος έπιανε τα παιδιά, επειδή
τύχαινε, σχεδόν όλα, να κατέχουνε κάποιο μυστικό στην τσέπη ή στην ψυχή τους.
Αλλά τρόπος άλλος δεν ήτανε, και χρέος την ανάγκη κάνοντας, λάβανε θέση στη
γραμμή, και οι άνθρωποι με το μολύβι στην όψη, το άχερο στα μαλλιά και τα κοντά
μαύρα ποδήματα, ξετυλίξανε γύρω τους το συρματόπλεγμα. Και κόψανε στα δύο τα
σύγνεφα, όσο που το χιονόνερο άρχισε να πέφτει, και τα σαγόνια με κόπο
κρατούσανε τα δόντια στη θέση τους, μήπως τους φύγουν ή σπάσουνε.
Τότε,
από τ’ άλλο μέρος φάνηκε αργά βαδίζοντας να ’ρχεται Αυτός με το Σβησμένο
Πρόσωπο, που σήκωνε το δάχτυλο κι οι ώρες ανατρίχιαζαν στο μεγάλο ρολόι των
αγγέλων. Και σε όποιον λάχαινε να σταθεί μπροστά, ευθύς οι άλλοι τον αρπάζανε
από τα μαλλιά και τον εσούρνανε χάμου πατώντας τον. Ώσπου έφτασε κάποτε η
στιγμή να σταθεί και μπροστά στο Λευτέρη. Αλλά κείνος δε σάλεψε. Σήκωσε μόνο
αργά τα μάτια του και τα πήγε μεμιάς τόσο μακριά —μακριά μέσα στο μέλλον του—
που ο άλλος ένιωσε το σκούντημα κι έγειρε πίσω με κίντυνο να πέσει. Και
σκυλιάζοντας, έκανε ν’ ανασηκώσει το μαύρο του πανί, ναν του φτύσει κατάμουτρα.
Μα πάλι ο Λευτέρης δε σάλεψε.
Πάνω
σε κείνη τη στιγμή, ο Μεγάλος Ξένος, αυτός που ακολουθούσε με τα τρία σειρήτια
στο γιακά, στηρίζοντας στη μέση τα χέρια του, κάγχασε: ορίστε, είπε, ορίστε οι
άνθρωποι που θέλουνε, λέει, ν’ αλλάξουνε την πορεία του κόσμου! Και μη
γνωρίζοντας ότι έλεγε την αλήθεια ο δυστυχής, καταπρόσωπο τρεις φορές του
κατάφερε το μαστίγιο. Αλλά τρίτη φορά ο Λευτέρης δε σάλεψε. Τότε, τυφλός από τη
λίγη πέραση που ’χε η δύναμη στα χέρια του, ο άλλος, μη γνωρίζοντας τί πράττει,
τράβηξε το περίστροφο και του το βρόντηξε σύρριζα στο δεξί του αυτί.
Και
πολύ τρομάξανε τα παιδιά, και οι άνθρωποι με το μολύβι στην όψη και το άχερο
στα μαλλιά και τα κοντά μαύρα ποδήματα, κέρωσαν. Επειδή πήγανε κι ήρθανε γύρω
τα χαμόσπιτα, και σε πολλές μεριές το πισσόχαρτο έπεσε και φανήκανε μακριά,
πίσω απ' τον ήλιο, οι γυναίκες να κλαίνε γονατιστές, πάνω σ’ ένα έρμο οικόπεδο,
γεμάτο τσουκνίδες και μαύρα πηχτά αίματα. Ενώ σήμαινε δώδεκα ακριβώς το μεγάλο
ρολόι των αγγέλων.
3. Να
συγκρίνετε θεματικά και τεχνικά το Αξιον Εστί με το εγκώμιο «Αι γενεαί πάσαι».
Ακούστε (https://www.youtube.com/watch?v=9o3K9yegLVM) ένα απόσπασμα από την παράσταση «Από το Πάθος
στην Ανάσταση» που παρουσιάστηκε στις 20 Απριλίου 2005 στο Μέγαρο Μουσικής
Θεσσαλονίκης. Συμμετείχαν μαζί με τη Γλυκερία το Συγκρότημα Παραδοσιακής
Μουσικής και η Συμφωνική Ορχήστρα Δήμου
Αι γενεαί πάσαι, ύμνον
τη Ταφή Σου, προσφέρουσι Χριστέ μου.
Καθελών του ξύλου, ο Αριμαθείας, εν τάφω Σε κηδεύει.
Μυροφόροι ήλθον, μύρα σοι, Χριστέ μου, κομίζουσαι προφρόνως.
Δεύρο πάσα κτίσις, ύμνους εξοδίους, προσοίωμεν τω Κτίστη.
Ούς έθρεψε το μάννα, εκίνησαν την πτέρναν, κατά του ευεργέτου.
Ιωσήφ κηδεύει, συν τω Νικοδήμω, νεκροπρεπώς τον Κτίστην.
Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;
Υιέ Θεού παντάναξ, Θεέ μου πλαστουργέ μου, πώς πάθος κατεδέξω;
Έρραναν τον τάφον αι Μυροφόροι μύρα, λίαν πρωί ελθούσαι.
Ω Τριάς Θεέ μου, Πατήρ Υιός και Πνεύμα, ελέησον τον κόσμον.
Ιδείν την του Υιού σου, Ανάστασιν, Παρθένε, αξίωσον σους δούλους.
Καθελών του ξύλου, ο Αριμαθείας, εν τάφω Σε κηδεύει.
Μυροφόροι ήλθον, μύρα σοι, Χριστέ μου, κομίζουσαι προφρόνως.
Δεύρο πάσα κτίσις, ύμνους εξοδίους, προσοίωμεν τω Κτίστη.
Ούς έθρεψε το μάννα, εκίνησαν την πτέρναν, κατά του ευεργέτου.
Ιωσήφ κηδεύει, συν τω Νικοδήμω, νεκροπρεπώς τον Κτίστην.
Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;
Υιέ Θεού παντάναξ, Θεέ μου πλαστουργέ μου, πώς πάθος κατεδέξω;
Έρραναν τον τάφον αι Μυροφόροι μύρα, λίαν πρωί ελθούσαι.
Ω Τριάς Θεέ μου, Πατήρ Υιός και Πνεύμα, ελέησον τον κόσμον.
Ιδείν την του Υιού σου, Ανάστασιν, Παρθένε, αξίωσον σους δούλους.
4. Ο Ελύτης
στο Άξιον εστί μιλάει συχνά ως εθνικός ποιητής (ή ποιητής-προφήτης, όπως τον
χαρακτήρισαν πολλοί). Να τεκμηριώσετε την παραπάνω άποψη με στίχους και
εκφράσεις του ποιήματος.
5. Ποιο είναι
το γενικότερο κλίμα της κατοχής που δίνουν οι στροφές 2, 3, 4 και πώς
εκφράζεται;
6. Να
χρωματίσετε με κίτρινο τους υπερρεαλιστικούς στίχους, με πράσινο τους στίχους
με προφητικό τόνο, με κόκκινο το κλίμα της Κατοχής και με μπλε τους
στίχους/φράσεις που παραπέμπουν σε εκκλησιαστικά κείμενα
ΓΥΡΙΣΑ τα μάτια
|
*
|
δάκρυα γιομάτα
|
κατά το παραθύρι
|
||
Και κοιτώντας έξω
|
*
|
καταχιονισμένα
|
τα δέντρα των κοιλάδων
|
||
Αδελφοί μου, είπα
|
*
|
ως κι αυτά μια μέρα
|
κι αυτά θα τ' ατιμάσουν
|
||
Προσωπιδοφόροι
|
*
|
|
ετοιμάζουν
|
||
|
|
|
Δάγκωσα τη μέρα
|
*
|
και δεν έσταξε ούτε
|
*
|
κι η φωνή μου πήρε
|
|
τη θλίψη των φονιάδων
|
||
Μες στης γης το κέντρο
|
*
|
|
που όλο σκοτεινιάζει
|
||
Κι η αχτίδα του ήλιου
|
*
|
γίνηκεν, ιδέστε
|
|
|
|
Ω πικρές γυναίκες
|
*
|
με το μαύρο ρούχο
|
παρθένες και μητέρες
|
||
Που σιμά στη βρύση
|
*
|
δίνατε να πιούνε
|
στ' αηδόνια των αγγέλων
|
||
Έλαχε να δώσει
|
*
|
και σε σας ο Χάρος
|
τη φούχτα του γεμάτη
|
||
Μέσ' απ' τα πηγάδια
|
*
|
τις κραυγές τραβάτε
|
αδικοσκοτωμένων
|
||
|
|
|
*
|
||
Του Θεού το στάρι
|
*
|
στα ψηλά καμιόνια
|
το φόρτωσαν και πάει
|
||
Μες την έρμη κι άδεια
|
*
|
πολιτεία μένει
|
το χέρι που μονάχα
|
||
Με μπογιά θα γράψει
|
*
|
στους μεγάλους τοίχους
|
ΨΩΜΙ ΚΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
|
||
|
|
|
Φύσηξεν η νύχτα
|
*
|
σβήσανε τα σπίτια
|
κι είναι αργά στην ψυχή μου
|
||
Δεν ακούει κανένας
|
*
|
όπου κι αν χτυπήσω
|
η μνήμη με σκοτώνει
|
||
Αδελφοί μου, λέει
|
*
|
μαύρες ώρες φτάνουν
|
ο καιρός θα δείξει
|
||
Των ανθρώπων έχουν
|
*
|
οι χαρές μιάνει
|
τα σπλάχνα των τεράτων
|
||
|
|
|
Γύρισα τα μάτια
|
*
|
δάκρυα γιομάτα
|
κατά το παραθύρι
|
||
Φώναξα στις πύλες
|
*
|
κι η φωνή μου πήρε
|
τη θλίψη των φονιάδων
|
||
Μες στης γης το κέντρο
|
*
|
φάνηκε ο πυρήνας
|
που όλο σκοτεινιάζει
|
||
Κι η αχτίδα του ήλιου
|
*
|
γίνηκεν, ιδέστε
|
ο μίτος του Θανάτου!
|
7. Ποια
στοιχεία κατατάσσουν, κατά τη γνώμη σας, το ποίημα στην ενότητα του «Άξιον Εστί»,
τα «Πάθη»; Να συνθέσετε τα στοιχεία αυτά σε μια παράγραφο, παρουσιάζοντας κατ’
αυτόν τον τρόπο τα πάθη των Ελλήνων στην Κατοχή.
8. Να κατατάξετε τα κυριότερα ρήματα του άσματος σε δύο στήλες ( ενεστώτα και
αορίστου) . Να εξετάσετε αν η εναλλαγή αυτή των χρόνων υπακούει σε κάποια
«λογική».
9. Το ποίημα
κλείνει με επιλεγμένους στίχους των δύο πρώτων στροφών: Τι πετυχαίνει μ αυτό ο
ποιητής;
10. Πως παρουσιάζονται οι γυναικείες μορφές στο
ποίημα;
11. Στο άσμα
εκτός από το μαύρο ο ποιητής χρησιμοποιεί και άλλα χρώματα. Να επισημάνετε και να αναλύσετε τη λειτουργία τους.
12. Είναι αισιόδοξο ή απαισιόδοξο το άσμα ; Να
δικαιολογήσετε την άποψή σας.
13. Να
αναλύσετε σε ένα μικρό δοκίμιο το ρόλο των συνθημάτων στη ζωή ενός λαού, καθώς
και τις ανάγκες που εκφράζουν σε κάθε εποχή ( πχ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ, ΨΩΜΙ, ΠΑΙΔΕΙΑ,
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ) .
14. Αφού περιηγηθείτε στις παρακάτω
ιστοσελίδες, να απαντήσετε στα ερωτήματα που ακολουθούν :
Α.. Ποια είναι η δομή ολόκληρης της ποιητικής σύνθεσης «Άξιον εστί»;
Β..Σε ποιες ενότητες χωρίζεται το έργο, ποιος είναι ο τίτλος της κάθε
μιας και σε τι είδους κείμενα παραπέμπουν τόσο οι τίτλοι των επιμέρους ενοτήτων
όσο και ο τίτλος ολόκληρου του έργου;
Γ. Γιατί ο
ποιητής επέλεξε να δώσει αυτή τη μορφή στο έργο του;
Δ. Αποδώστε πολύ περιληπτικά τον νοηματικό πυρήνα κάθε ενότητας.
15.
Εντοπίστε
παραδοσιακά και μοντέρνα στοιχεία στο
άσμα η΄ του «Άξιον εστί».
16.
Οπτικοποιήστε το ποίημα, δημιουργώντας μια παρουσίαση power point με φωτογραφίες της εποχής. Κάτω από κάθε φωτογραφία γράψτε ως λεζάντα
ένα στίχο του ποιήματος.
Γερμανική κατοχή
Κώστας Μπαλάφας – Λευκώματα
17. Επισκεφτείτε τις
παρακάτω ιστοσελίδες:
Μελετήστε
το ποίημα « Η τρελή ροδιά» από τη συλλογή του Ελύτη "Η θητεία του
καλοκαιριού". Η συλλογή αυτή ανήκει σε μια γενικότερη ποιητική συλλογή με
τίτλο "Προσανατολισμοί", που εκδόθηκε το 1940.
Συγκρίνετε το
ποίημα «Η τρελή ροδιά» με το άσμα η΄ του «Άξιον εστί». Ποιες διαφορές
διαπιστώνετε ως προς το ύφος και τα συναισθήματα που εκφράζονται;
Συνθέστε
ένα κείμενο στο οποίο θα καταγράφετε και θα ερμηνεύετε αυτές τις διαφορές αφού
πρώτα μελετήσετε τις ποιητικές περιόδους του έργου του Ελύτη (βλ. βιογρ σχολ.
Βιβλ. 264) και το παρακάτω συμπληρωματικό υλικό
Οι τρεις εποχές του έργου του ποιητή ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ είναι οι εξής: 1) «ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΤΙΚΗ ΦΥΣΙΟΚΡΑΤΙΑ» για τα
πρώτα έργα του με έντονες τις επιδράσεις του Υπερρεαλισμού, 2) «ΕΠΙΚΗ ΕΛΛΗΝΟΛΑΤΡΕΙΑ» μετά τη
στράτευσή του στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, στο Αλβανικό Μέτωπο και 3)«ΣΤΟΧΑΣΤΙΚΗ ΕΜΜΟΝΗ» μετά την έκδοση
του «ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ» και τη βράβευσή του.
|
18.
ΠΑΡΑΛΛΗΛΟ ΚΕΙΜΕΝΟ: Θεματικές
ομοιότητες με «Άξιον Εστί»
Σινόπουλος Tάκης, Ελπήνωρ
Ελπήνωρ, πώς ήλθες…
ΟΜΗΡΟΣ
|
|
Tοπίο θανάτου. H πετρωμένη θάλασσα τα μαύρα
κυπαρίσσια
το χαμηλό ακρογιάλι ρημαγμένο από τ' αλάτι και το φως
τα κούφια βράχια ο αδυσώπητος ήλιος απάνω
και μήτε κύλισμα νερού μήτε πουλιού φτερούγα
μονάχα απέραντη αρυτίδωτη πηχτή σιγή.
το χαμηλό ακρογιάλι ρημαγμένο από τ' αλάτι και το φως
τα κούφια βράχια ο αδυσώπητος ήλιος απάνω
και μήτε κύλισμα νερού μήτε πουλιού φτερούγα
μονάχα απέραντη αρυτίδωτη πηχτή σιγή.
ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ «ΕΣΥ»
Η ΜΑΡΙΝΑ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ , ΕΛΥΤΗΣ
1.
Βασικά χαρακτηριστικά της ποίησης του Ελύτη
είναι η εφηβική αισιοδοξία και η βαθιά αίσθηση της ζωής . Μπορείτε να τα
εντοπίσετε στο συγκεκριµένο ποίηµα;
2.
Το
ποίηµα ανήκει στη συλλογή “Προσανατολισµοί” που δηµοσιεύτηκε το 1940 και είναι
επηρεασµένο από τον υπερρεαλισµό. Ποια χαρακτηριστικά υπερρεαλιστικής
τεχνοτροπίας εντοπίζετε στο κείµενο και σε ποιους στίχους ;
3.
Το ποίηµα αποτελείται από 6 άνισες ενότητες
που κυµαίνονται χρονικά ανάµεσα στο παρόν και το παρελθόν. Σε ποια σηµεία
γίνεται φανερή αυτή η χρονική διάκριση;
4.
Ποιο
τοπίο αναδύεται µέσα από τους στίχους του ποιήµατος; Ποιες λέξεις ή φράσεις το
προβάλλουν ιδιαίτερα;
5.
Τι δηλώνει, κατά τη γνώµη σας, η επανάληψη “µα
πού γύριζες” (στ. 1, 11, 20); Πώς φαντάζεστε εσείς την περιπλάνηση της έφηβης
Μαρίνας;
6.
Ποια είναι τα βασικά µοτίβα που
επαναλαµβάνονται στο ποίηµα και ποιος ο ρόλος τους στη δοµή του;
7.
Πώς
περιγράφεται το «Εσύ» στο ποίηµα;
8.
Ο ποιητής εµφανίζεται στο ποίηµα να παραινεί
την έφηβη Μαρίνα. Τι την συµβουλεύει;
9.
Το τέλος της περιπλάνησης δηλώνεται στο στίχο
37 (“στυλωµένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο”). Πώς περιγράφει ο ποιητής
το “αµετάκλητο”, που συντελείται µε την ενηλικίωση του ανθρώπου;
10.
Η τελευταία ενότητα του ποιήµατος (στ. 27-39)
έχει έναν τόνο παραινετικό και προειδοποιητικό µαζί. Τι επιδιώκει να διδάξει τη
Μαρίνα ο ποιητής και σχετικά µε τι την προειδοποιεί;
11.
Ποιο είναι το αίνιγµα που αποχαιρετά η Μαρίνα;
12.
Ο τίτλος του ποιήματος αντιστοιχεί στην εικόνα
που δίνει η τελευταία ενότητα;
13.
Ο Γιάννης Μαρκόπουλος έχει μελοποιήσει το έργο
του Οδ. Ελύτη «Ήλιος ο Πρώτος.» Εμπνευστείτε από τις εικόνες που βλέπετε στην
οπτικοποίηση του ποιήματος( https://www.youtube.com/watch?v=cNcN-WY0tr8)
Κάτω στης μαργαρίτας τ'αλωνάκι (Στίχοι:
Οδυσσέας Ελύτης Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος Eκτέλεση: Μαρίζα Κωχ) και
προσπαθήστε να φτιάξετε κάτι ανάλογο για το ποίημα «Η Μαρίνα των βράχων»,
φροντίζοντας να δίνεται έμφαση σε εικόνες εφηβικής ανεμελιάς.
14.
Σύγκριση περιεχομένου και μορφής
Τάκη Σινόπουλου, [Δος μου την τρικυμία…]
Δος μου την τρικυμία στα χείλη σου,
τον ήλιο του μεσημεριού στο καυτερό σου δέρμα.
Πονάω τον πόνο σου, γίνομαι ο πόνος σου.
Βασανισμένη των αστερισμών,
πώς να σου ειπώ για την αγάπη.
Τα λόγια φεύγοντας χάνουν τον ήχο τους.
Δος μου την τρικυμία στο στήθος σου
κι άκουσε τον αντίλαλο στα σπλάχνα μου.
Μες στο μισόφωτο, μέσα στη σκοτεινιά της κάμαρας
σ’ αιχμαλωτίζει η κούραση. Κι’ εγώ είμαι αυτό το
πρόσωπο
που συλλογίζεται και δεν κοιμάται,
που δεν κουράζεται κι ολοένα σε κοιτάζει.
[πηγή: Τάκης Σινόπουλος, Ποιήματα για την Άννα,
επιμ. Μανόλης Σαββίδης, Ερμής, Αθήνα 1999, σ. 24]
15.
Το ποίημα του Dino Gampana “Dona Genovere”
(Μτφρ Στρ. Πασχάλης) περιγράφει μια αντίστοιχη Μαρίνα των βράχων. Παρατηρήστε
τα κοινά στοιχεία στην περιγραφή και τη διάθεση του ποιητικού υποκειμένου για
να διαπιστώσετε πόσο η ποίηση της εποχής κινείται σε ίδιες κατευθύνσεις και
πόσο επηρεάζεται ο ποιητής από τους ομοτέχνους του.
Φορούσες ένα κλωναράκι θαλασσόχορτο
Στα μαλλιά σου, κι οσμή ανέμου
Που ήρθε από μακριά φτάνοντας με πάθος
Γέμιζε το μπρούτζινο σώμα σου:
-Ω! Θεϊκή
Απλότητα της λυγερής μορφής σου-
Ούτε έρωτας ούτε σπασμός, ξωτικό,
Σκιά της ανάγκης που πλανάται
Γαλήνια και αμετάβλητη μεσ’ απ΄την ψυχή
Σπάζοντάς την από χαρά, σε γαλήνιο μαγικό
άσμα
Για να την ταξιδέψει μακριά ο Σιρόκος
Μεσ’ απ’ τ’ άπειρο.
Πόσο μικρός είν’ ο κόσμος κι ανάλαφρος
στα χέρια σου!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου